- Σκύθαις
- Σκύθηςrudemasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρδιανοί — Καρδιανοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Ἕλληνες παρὰ Σκύθαις» … Dictionary of Greek
συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ … Dictionary of Greek